νευροενδοκρινολογικός

νευροενδοκρινολογικός
-ή, -ό
(βιολ.-ιατρ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νευροενδοκρινολογία και στον νευροενδοκρινολόγο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”